- αλατοδοχείο
- τοη αλατιέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλας -ατος + δοχείο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατοδοχείο — το η αλατιέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλατιέρα — η [αλάτι] μικρό επιτραπέζιο σκεύος από γυαλί, ξύλο, ή άλλο υλικό για τη φύλαξη του αλατιού, αλατοδοχείο, αλατερή … Dictionary of Greek
αλοθήκη — ἁλοθήκη, η (AM) αλατοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + θήκη] … Dictionary of Greek
αλατερό — αλατερό, το και αλατερή, η και αλατολόγος, ο το αλατοδοχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλατιέρα — η το αλατοδοχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)